Εάν κάποιος δει με προσοχή τον τρόπο που ο σημερινός άνθρωπος διακανονίζει τον βίο του, τις προτεραιότητες που έχει στην ζωή του αλλά και τι άξονα αναφοράς έχουν οι θεσμοί που βρίσκονται στην κοινωνία, θα κατανοήσει εύκολα ότι η κοινωνία πολύ απλά είναι ανεξαρτητοποιημένη από τον ίδιο τον εαυτό της.
Μια κοινωνία αν δεν κομίζει έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, άρα και στόχο, τότε είναι καταδικασμένη πολύ απλά να μην κομίσει, εν τέλει, ετερότητα. Δηλαδή, προσωπικότητα. Αυτό που θα ξεχωρίζει την κοινωνία την ελληνική για παράδειγμα από την κοινωνία της Γερμανίας κ.ο.κ. Μια κοινωνία με ιδιαιτερότητα.
Εάν ο ελληνισμός, ο τρόπος του βίου των Ελλήνων δεν έχει καμία διαφορά με τον τρόπο του βίου άλλων εθνών τότε είναι καταδικασμένος να πεθάνει. Είναι καταδικασμένος να ξεχαστεί στην ιστορία και τελικά να γίνει ότι και οι άλλοι είναι.
Τί είναι όμως το κάτι το ελληνικό; Δηλαδή πώς μπορούμε εμείς σήμερα να πούμε αυτό είναι ελληνικό και το άλλο δεν είναι.
Πρώτα πρώτα, ο κάθε πολιτισμός διακρίνεται στις ανάγκες του, δηλαδή στις αναζητήσεις του πιο απλά.
Η ελληνική γλώσσα διαφυλάσσει μέχρι σήμερα, στις λέξεις της, έναν τρόπο διαφορετικό από τις άλλες γλώσσες. Αυτός είναι ότι οι λέξεις της περιγράφουν το βίωμα του ανθρώπου. Τις εικόνες, το κοινωνείν που βιώνει ο άνθρωπος. Δηλαδή την σχέση που έχει ο άνθρωπος, είτε με τα αντικείμενα, είτε με τις ιδέες, είτε με τους άλλους ανθρώπους. Η ελληνική γλώσσα δηλαδή δεν εξυπηρετεί απλά τις ανάγκες τις χρηστικές του ανθρώπου, αλλά εξυπηρετεί την σχέση που έχει ο άνθρωπος με τα πάντα.
Οι Έλληνες επινόησαν αυτή την γλώσσα γιατί ακριβώς είχαν ανάγκη να εξηγήσουν εμπειρικά κάποια πράγματα. Αυτόματα, η ανάγκη τους δεν ήταν η χρηστικότητα των καταστάσεων, η ατομικότητα, αλλά η κοινή εμπειρία του γίγνεσθαι. Αυτό βέβαια μας το λέει ο ίδιος ο Αριστοτέλης: «Το ζητείν απανταχού το χρήσιμον ήκιστα αρμόζει τοις μεγαλοψύχοις και ελευθερίοις». Δηλαδή αυτός που ζητά μόνο το χρήσιμο ελάχιστα αρμόζει στους μεγαλόψυχους και ελεύθερους.
Θα διερωτάτο κανείς τι σχέση έχει αυτό με την κοινωνία. Επίσης, το πρόβλημα μας είναι τελικά το γεγονός ότι τα παιδιά πλέον δεν γνωρίζουν από αρχαία Ελλάδα, αρχαία Ελληνικά και έτσι δεν μπορούν να “σοβαρευτούν” και να μάθουν να σκέφτονται; Το πρόβλημα δεν είναι οι γνώσεις, γνώσεις υπάρχουν παντού. Το πρόβλημα είναι η έλλειψη παιδείας, δηλαδή τρόπου με τον οποίο κάποιος αποκτά την γνώση.
Η παιδεία ως λέξη παράγεται από το ρήμα “παιδεύομαι” δηλαδή αγωνίζομαι για την καλλιέργεια, για την γνώση. Σήμερα, το παιδί πηγαίνει στο σχολείο και το μόνο που μαθαίνει είναι να παπαγαλίζει.
Αυτό βέβαια είναι σύμπτωμα του όλου συστήματος. Οι λόγοι δηλαδή της ύπαρξης του σχολείου και της εκπαίδευσης. Πιο συγκεκριμένα το παιδί σήμερα πάει στο σχολείο απλά για να πιάσει κάποιους καλούς βαθμούς, ένα χαρτί για να πιάσει μια δουλειά με ένα μισθό και να εξασφαλίσει απλά το μέλλον του. Αυτό είναι όλο, αυτό έχει σημασία μόνο.
Η μετοχή στα κοινά, το μοίρασμα της ζωής με τους συμπολίτες του, να μετέχει δηλαδή κρίσεως και αρχής* δεν έχουν και πολύ σημασία ή μάλλον είναι εντελώς ασήμαντα στην ελληνική μας κοινωνία. Δεν μπορεί ο σημερινός Έλληνας να κατανοήσει ότι με την μετοχή του στα κοινά εξασφαλίζει ένα καλύτερο κράτος, μία καλύτερη διαχείριση της ζωής του και της καθημερινότητας του. Βέβαια το ίδιο το κράτος είναι απεξαρτημένο από την κοινωνία. Η πολιτική το ίδιο και έτσι ο πολίτης νιώθει απεξαρτημένος από την πολιτική. Η πολιτική είναι μια άλλη δουλειά, ένας άλλος τρόπος κάποιος να βγάζει τα προς το ζην.
Το ίδιο συμβαίνει βέβαια με την εκπαίδευση. Ο δάσκαλος δεν τον ενδιαφέρει να διδάξει την κριτική σκέψη μέσα από μαθήματα όπως η ιστορία, τα θρησκευτικά ή των νέων ελληνικών. Δεν τον ενδιαφέρει να αναπτύξει την μεθοδολογία επαλήθευσης της γνώσης, από τα μαθηματικά ή άλλα παρόμοιου τύπου μαθημάτων. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι απλά η ύλη, η παπαγαλία και η απλή επιτυχία του μαθητή στα διαγωνίσματα ή εξετάσεις τα οποία όποιος πιο πολύ αποστήθισε την γνώση είναι αυτός με τον ψηλότερο βαθμό και την μεγαλύτερη επιτυχία σε πανεπιστημιακό ίδρυμα.
Δεν υπάρχει καμιά υποψία στον σημερινό εκπαιδευτικό ο εμπλουτισμός της κριτικής σκέψης, δεν υπάρχει καμιά υποψία του συστήματος του εμπλουτισμού του ελεύθερου καθαρού λόγου μέσα από κριτική και πιο μεστή κατανόηση της πραγματικότητας. Όλα μένουν επιφανειακά και τα ουσιώδη ανούσια και περιθωριακά.
Όσο λοιπόν συνεχίζει η οικονομία, η πολιτική, η παιδεία αλλά και όλα όσα είναι μέρος του βίου μας να είναι ανεξάρτητα από την κοινωνία, τότε τόσο πιο πολύ η κοινωνία μας θα είναι ανεξαρτητοποιημένη από τον ίδιο της τον εαυτό. Ο κάθε ένας μας, θα ασχολείται με το άτομο** του: ατομική καριέρα, ατομική ελευθερία, ατομικά δικαιώματα διαστέλλοντας ριζικά αυτό που είχε πει ο φιλόσοφος Ηράκλειτος: «καθ’ ότι αν κοινωνήσωμεν, αληθεύομεν, α δε αν ιδιάσωμεν, ψευδόμεθα»
*«(…) πολίτης δ’ ἁπλῶς οὐδενὶ τῶν ἄλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἢ τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς» Αριστοτέλης
** άτμητο < α στερητικό + τέμνω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου